- πετρογραφικός
- η , ό[ν] геол петрографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πετρογραφία («πετρογραφικές έρευνες») 2. φρ. α) «πετρογραφική επαρχία» περιοχή στην οποία μερικά ή όλα τα εκρηξιγενή πετρώματα θεωρείται ότι έχουν προέλθει από το ίδιο μητρικό μάγμα β) «πετρογραφικό… … Dictionary of Greek
πετρογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πετρογραφία: Πετρογραφικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)